αγκωνάρι — το 1. γωνία οικοδομήματος, τοίχου, θυρώματος κ.λπ. που εξέχει 2. ογκώδης λίθος, πελεκημένος σε σχήμα παραλληλογράμμου, που τοποθετείται στις γωνίες τών οικοδομημάτων 3. κάθε ογκώδης λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκωνή. ΠΑΡ. αγκωναρένιος, αγκωναριά. ΣΥΝΘ … Dictionary of Greek
αγκωναριά — η [αγκωνάρι] χτύπημα με αγκωνάρι, πετριά … Dictionary of Greek
αγκωνή — η 1. η γωνία σε αντιδιαστολή προς τις πλευρές της 2. ο χώρος γύρω από γωνία σε αντιδιαστολή προς την υπόλοιπη έκταση 3. απόμερη θέση, άκρη, γωνιά 4. η γωνιά τού τζακιού, ως η καλύτερη και τιμητικότερη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκών + γωνία, αντί… … Dictionary of Greek
αγκωναρένιος — α, ο [αγκωνάρι] ο κατασκευασμένος με αγκωνάρια, πέτρινος, λιθόκτιστος … Dictionary of Greek
αγκωναροδεσιά — η και αγκωναροδέσι, το 1. σύνδεση αγκωναριών με σιδερένια ελάσματα 2. τμήμα οικοδομής χτισμένο με αγκωνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκωνάρι + δένω] … Dictionary of Greek
ακρόδωμα — το 1. ο ακρόδοχας* 2. στον πληθ. τα ακροδώματα μεγάλοι λίθοι που τοποθετούνται στις πλάκες τού γείσου ενός οικοδομήματος, για να τίς συγκρατούν και να τίς εμποδίζουν να πέφτουν 3. ογκώδης λίθος που χρησιμεύει για την επιστέγαση τοίχου ή περιβόλου … Dictionary of Greek
γλυφάρι — το [γλύφω] μεγάλη πέτρα που μπορεί να λαξευθεί και να χρησιμοποιηθεί για τοιχοποιία, αγκωνάρι … Dictionary of Greek
γωνιόλιθος — ο λίθος ο οποίος είναι παραλληλόγραμμος και ογκώδης και κατάλληλος για τη δομή γωνιών κτηρίου, αγκωνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. cornerstone < corner «γωνία» + stone «λίθος». Η ελλ. λ. μαρτυρείται από το 1889 στην… … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
ακρογωνιαίος — ακρογωνιαίος, α, ο και ακρόγωνος, η, ο 1. η πέτρα που βρίσκεται στο σημείο που συναντιούνται δυο πλευρές της οικοδομής, το αγκωνάρι: Οι ακρογωνιαίες πέτρες ήταν διαλεγμένες μία μία. 2. βασικός, θεμελιώδης: Ο ακρογωνιαίος λίθος της χριστιανικής… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)