αγκωνάρι

αγκωνάρι
το
-ιού
1. μεγάλη πελεκητή πέτρα παραλληλεπίπεδη, που μπαίνει στις γωνίες στην τοιχοδομία: Επιβλητικά ήταν τα αγκωνάρια του σχολειού.
2. στήριγμα, προστάτης: Αυτός ήταν το αγκωνάρι της οικογένειας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγκωνάρι — το 1. γωνία οικοδομήματος, τοίχου, θυρώματος κ.λπ. που εξέχει 2. ογκώδης λίθος, πελεκημένος σε σχήμα παραλληλογράμμου, που τοποθετείται στις γωνίες τών οικοδομημάτων 3. κάθε ογκώδης λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκωνή. ΠΑΡ. αγκωναρένιος, αγκωναριά. ΣΥΝΘ …   Dictionary of Greek

  • αγκωναριά — η [αγκωνάρι] χτύπημα με αγκωνάρι, πετριά …   Dictionary of Greek

  • αγκωνή — η 1. η γωνία σε αντιδιαστολή προς τις πλευρές της 2. ο χώρος γύρω από γωνία σε αντιδιαστολή προς την υπόλοιπη έκταση 3. απόμερη θέση, άκρη, γωνιά 4. η γωνιά τού τζακιού, ως η καλύτερη και τιμητικότερη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκών + γωνία, αντί… …   Dictionary of Greek

  • αγκωναρένιος — α, ο [αγκωνάρι] ο κατασκευασμένος με αγκωνάρια, πέτρινος, λιθόκτιστος …   Dictionary of Greek

  • αγκωναροδεσιά — η και αγκωναροδέσι, το 1. σύνδεση αγκωναριών με σιδερένια ελάσματα 2. τμήμα οικοδομής χτισμένο με αγκωνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκωνάρι + δένω] …   Dictionary of Greek

  • ακρόδωμα — το 1. ο ακρόδοχας* 2. στον πληθ. τα ακροδώματα μεγάλοι λίθοι που τοποθετούνται στις πλάκες τού γείσου ενός οικοδομήματος, για να τίς συγκρατούν και να τίς εμποδίζουν να πέφτουν 3. ογκώδης λίθος που χρησιμεύει για την επιστέγαση τοίχου ή περιβόλου …   Dictionary of Greek

  • γλυφάρι — το [γλύφω] μεγάλη πέτρα που μπορεί να λαξευθεί και να χρησιμοποιηθεί για τοιχοποιία, αγκωνάρι …   Dictionary of Greek

  • γωνιόλιθος — ο λίθος ο οποίος είναι παραλληλόγραμμος και ογκώδης και κατάλληλος για τη δομή γωνιών κτηρίου, αγκωνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. cornerstone < corner «γωνία» + stone «λίθος». Η ελλ. λ. μαρτυρείται από το 1889 στην… …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • ακρογωνιαίος — ακρογωνιαίος, α, ο και ακρόγωνος, η, ο 1. η πέτρα που βρίσκεται στο σημείο που συναντιούνται δυο πλευρές της οικοδομής, το αγκωνάρι: Οι ακρογωνιαίες πέτρες ήταν διαλεγμένες μία μία. 2. βασικός, θεμελιώδης: Ο ακρογωνιαίος λίθος της χριστιανικής… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”